Ουγκό

Ουγκό
ο
μεγάλος Γάλλος λυρικός ποιητής του 19ου αιώνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ουγκό, Βικτόρ-Μαρί — (Victor Marie Hugo, Μπεζανσόν 1802 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας. Γιος στρατηγού, εκδήλωσε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες και εξαιρετικά πληθωρικό οίστρο. Το 1822 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή –που …   Dictionary of Greek

  • Βολφ, Ούγκο — (Hugo Wolf, Βίντισγκρατς, Στυρία 1860 – Βιέννη 1903).Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε τις σπουδές του στο ωδείο της Βιέννης και είχε την ευκαιρία να πλησιάσει τον Βάγκνερ, η επίδραση του οποίου τον έκανε να απομακρυνθεί από το παραδοσιακό περιβάλλον… …   Dictionary of Greek

  • Μπέτι, Ούγκο — (Hugo Betti, Καμερίνο 1892 – Ρώμη 1953). Ιταλός ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και δημοσίευσε νεότατος τις Παραλλαγές του Κάτουλλου· στρατεύτηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και πέρασε μια μεγάλη περίοδο στην… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Γκους, Ούγκο — (Hugo Van der Goes, ; – Ρόντεν Κλόστερ, Βρυξέλλες 1482). Φλαμανδός ζωγράφος. Κατά τα μέσα του 15ου αι. αναφέρεται ως μέλος της συντεχνίας της Γάνδης, όπου ίσως γεννήθηκε. Δέκα χρόνια αργότερα, δέχτηκε στην Μπριζ την παραγγελία του Τομάζο… …   Dictionary of Greek

  • Σιφ Ούγκο — (Schiff). Ιταλός χημικός, γερμανικής καταγωγής (1834 1915). Ήταν μαθητής του Φ. Βιόλερ. Διατέλεσε υφηγητής του πανεπιστήμιου της Βέρνης (1857) και κατόπιν μετανάστευσε στην Ιταλία και εργάστηκε στη Φλωρεντία. Χρημάτισε επίσης καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • Χάαζε, Ούγκο — (Haase, 1863 – 1919). Γερμανός πολιτικός. Διετέλεσε βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο Ράιχστακ και έπειτα ηγέτης αυτού του κόμματος μετά τον θάνατο του Μπέμπελ. Το 1915 τέθηκε επικεφαλής της μειοψηφίας των ειρηνόφιλων. Μετά από την… …   Dictionary of Greek

  • Χόφμανσταλ, Ούγκο φον- — (Hofmannsthal, Βιέννη 1874 – Ροντάουν 1929). Αυστριακός ποιητής. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της ευρωπαϊκής ντεκαντάνς, αλλά και ο συγγραφέας που είχε το αίσθημα της κρίσης των αρχών του 20ού αι. Και στην κατεύθυνση αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”